- χρυσόπεζα
- χρυσόπεζα (cf. ἀργυρόπεζα.)1 with gilded feet ]χρυσοπεζα[ (sc. Io?) fr. 51f. b.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χρυσόπεζα — ἡ, Α αυτή που έχει χρυσά πόδια ή φορεί χρυσά σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πέζα*, δωρ. τ. τής λ. πούς (πρβλ. ἀργυρό πεζα)] … Dictionary of Greek